μπάζα — η (λ. ιταλ.), κέρδος από παρανομίες: Έκανε καλή μπάζα από το δουλεμπόριο. τα (λ. ιταλ.), τα απορρίμματα από κατεδάφιση κτιρίου ή από άλλες οικοδομικές εργασίες: Ήρθαν μερικοί εργάτες να μαζέψουν τα μπάζα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαζώνω — [μπάζα (II)] γεμίζω λάκκο, τάφρο ή κενό χώρο με μπάζα … Dictionary of Greek
ανάριμμα — το 1. αυτό που ρίχνεται (π.χ. λιθάρι) 2. που πετιέται, απορρίμματα, μπάζα 3. ανάστημα, παράστημα, κορμοστασιά … Dictionary of Greek
γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… … Dictionary of Greek
μπάζωμα — το [μπαζώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζώνω, το γέμισμα κενού χώρου ή κοίλου εδάφους με μπάζα … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
φράζω — (I) και δωρ. τ. φράσδω και κρητ. τ. φράδδω και στους Ταραντίνους φράσσω Α 1. δείχνω, υποδεικνύω («ἐς χῶρον ὅν φράσε Κίρκη», Ομ. Οδ.) 2. φανερώνω, εκφράζομαι («ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ», Πίνδ.) 3. εξηγώ, διευκρινίζω («φράσον, ἅπερ γ ἔλεξας», Σοφ … Dictionary of Greek
χαρτωσιά — η, Ν 1. (στο χαρτοπαίγνιο) το σύνολο τών χαρτιών που μαζεύει ο παίκτης με ένα μόνον χαρτί, μπάζα 2. φρ. «δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά σου» είναι πολύ κατώτερός σου, δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί σου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρτωσ τού αορ. χάρτωσ α τού ρ … Dictionary of Greek
ψιχίο — το / ψιχίον, ΝΜΑ [ψίξ, ψιχός] ψίχουλο («τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. στον πληθ. τα ψιχία μτφ. μικρός αριθμός, ελάχιστη ποσότητα («οι άλλοι πήραν την χοντρή μπάζα κι αυτός μόνον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek